Η ιστορία του Γιώργου - Κεφάλαιο 3



Η βροχή έπεφτε ασταμάτητα από το προηγούμενο βράδυ και ο αέρας είχε γεμίσει όλο τον δρόμο με  φύλλα. Η θερμοκρασία αν και είχε ανέβει τις τελευταίες μέρες, σήμερα ήταν τσουχτερή.

Τώρα που όλα τα μαγαζιά στο κέντρο ήταν κλειστά και ο κόσμος κλεισμένος στo σπίτι του, όλα έμοιαζαν στοιχειωμένα. Τα φώτα ήταν τα μόνα που έδιναν μια ζωντάνια στους άλλοτε πολυσύχναστους δρόμους της Αθήνας.

Με όλα αυτά, δεν πρόσεχε προσωρινά το μαγαζί με τα τουριστικά. Πήγαινε μόνο καμιά βόλτα προς τα 'κει, να δει αν όλα είναι καλά και ο Σωτήρης, ο ιδιοκτήτης είχε υποσχεθεί να του δώσει πενήντα ευρώ μόλις άνοιγε ξανά.

Ο Γιώργος ένιωθε τα χέρια του παγωμένα, ακόμα και κάτω από τη κουβέρτα του. Οι σκέψεις, που τόσο καιρό απέφευγε, απόψε τον κρατούσαν ξύπνιο.

Θυμόταν την μέρα που βγήκε στο δρόμο. Το πόσο φοβισμένος ένιωθε και μόνος. Όλοι, εκείνη την μέρα του γύρισαν την πλάτη. Ακόμα και η αδερφή του. Κάποια βράδια σαν αυτά, αναρωτιόταν που να βρίσκεται, αν είναι καλά, αν είναι ασφαλής τώρα με την πανδημία. Δεν την κατηγορούσε, κανέναν δεν κατηγορούσε. Το να μείνει άστεγος ήταν μια συνέπεια κάθε λάθος επιλογής του. Οι υπόλοιποι έπρεπε να συνεχίσουν την ζωή τους. Δεν θα γινόταν βάρος κανενός.

Ανασηκώθηκε και έριξε μια ματιά στον μπαρμπα Θωμά. Ροχάλιζε όπως πάντα. Εκείνος ήταν ο καλύτερος φίλος του. Ήταν η συντροφιά του στις γιορτές, στις ατελείωτες νύχτες, στις πεινασμένες μέρες αλλά κυρίως στις σκοτεινές στιγμές, που ένιωθε να χάνει τον εαυτό του, την ελπίδα του. Χωρίς τον Θωμά θα είχε πέσει στα ναρκωτικά. Πόσες φορές τον συγκράτησε να μη αρχίσει. Ήθελε να προσπαθήσει να ξεφύγει από τον δρόμο. Μόνο για τον άνθρωπο αυτό, επειδή είχε γεράσει και ο χρόνος δεν ήταν επιεικής μαζί του. Κάθε χειμώνα τον περνούσε άρρωστος. Πέρυσι έσπασε και το πόδι του.

Ευτυχώς, ο Γιώργος είχε άκρες από την προηγούμενη ζωή του, πριν γίνει άστεγος. Είχε βοηθήσει πολύ κόσμο και σε έκτακτες περιπτώσεις έριχνε την περηφάνεια του και ζητούσε βοήθεια. Φάρμακα, κάποιον γιατρό, και καμιά φορά ένα πιάτο φαγητό μπορούσε να το προσφέρει στον φίλο του που είχε την μεγαλύτερη ανάγκη, αλλά όλα αυτά δεν αρκούσαν για έναν γέρο άνθρωπο. Έπρεπε να φύγουν από τον δρόμο. Χασκογέλασε, καθώς σκέφτηκε τι του είχε πει ο Θωμάς εχθές, ότι κάποια στιγμή θα τον βάλει σε σπίτι και από τη συνήθεια του δρόμου, θα παθαίνει κλειστοφοβία και θα πετάγεται έξω.

"Τι έφαγες, ρε μικρέ και δεν κοιμάσαι τέτοια ώρα; Πάλι ρεβίθια ληγμένα;" ακούστηκε η βραχνιασμένη φωνή του μπάρμπα Θωμά από απέναντι.

Του πέταξε ένα άδειο πλαστικό ποτηράκι για πλάκα.

"Άσε, μπάρμπα Θωμά, με έχουν πιάσει οι σκέψεις βραδιάτικο και δεν μπορώ να κοιμηθώ!" είπε ο Γιώργος.

Ξερόβηξε και τον στραβοκοίταξε νυσταγμένα μορφάζοντας ειρωνικά. "Κοιμήσου! Αύριο θα έχεις όλη μέρα ελεύθερη για σκέψη, έχεις ρεπό!"

Ξέσπασαν σε γέλια και οι δυο μαζί.

Αν περνούσε κάποιος περαστικός τώρα και τους άκουγε, θα έκανε τον σταυρό του. Μέσα σε δευτερόλεπτα, ένιωσε τόσο τυχερός που είχε γνωρίσει τον Θωμά. Μέσα στα οκτώ χρόνια που τον γνώριζε τον είχε κάνει άλλο άνθρωπο. Ο καταθλιπτικός Γιώργος που βρέθηκε στο δρόμο χωρίς μέλλον, ελπίδα και με τάσεις αυτοκτονίας, δεν είχε περάσει την κόκκινη γραμμή, δεν είχε εγκαταλείψει.

"Κοιμήσου, Θωμά! Αύριο έχω μια ιδέα να σου πω!" είπε ξαφνικά ο Γιώργος ακόμα με το χαμογελο στα χείλη.

"Ωχ" αναφώνησε ο Θωμάς και γύρισε πλευρό. "Κοιμήσου και εσύ ονειροπόλε!" του απάντησε και μόλις γύρισε τον πήρε ο ύπνος.

Έγνεψε χαμογελώντας. Οι σκέψεις δεν θα τον σταματούσαν. Ούτε η πανδημία. Θα έφευγαν από τον δρόμο. Ένιωθε μια ελπίδα μέσα του ξαφνικά.

"Κοιμήσου, φιλαράκι. Θα μας πάρω από εδώ!" ψιθύρισε χαμηλόφωνα.

Έβαλε το χέρι του μέσα στη τσάντα του, στο κρυφό θηκάκι που είχε φτιάξει, να σιγουρευτεί ότι τα χρήματα που είχε μαζέψει ήταν εκεί. Αφού σιγουρεύτηκε, ξάπλωσε και κουκουλώθηκε όλος κάτω από την κουβέρτα. Αύριο ξημέρωνε άλλη μια μέρα, σκέφτηκε διώχνοντας όλες τις σκέψεις.

Η βροχή είχε δυναμώσει αλλά ο ήχος της, τον είχε χαλαρώσει τόσο που δεν άργησε να αποκοιμηθεί.


Η ιστορία του Γιώργου - Κεφάλαιο 2

Φωτογραφία από το αρχείο της ομάδας
Είχαν περάσει μόλις λίγες βδομάδες μετά την έλευση του νέου έτους και ο Γιώργος χάζευε τον λιγοστό κόσμο που περπατούσε στους άλλωτε πολυσύχναστους δρόμους της Αθήνας οι οποίοι ήταν ακόμα στολισμένοι. Τα πράγματα πήγαιναν ασυνήθιστα καλά για εκείνον. Ένας καλός άνθρωπος που είχε μαγαζί με τουριστικά είδη κοντά στο σημείο που ήταν η καβάτζα του, του είχε προτείνει να φυλάει το μαγαζί το βράδυ με αντάλλαγμα ένα μικρό ποσό και ένα πιάτο φαγητό. Ήταν πολύ χαρούμενος που του είχε δοθεί αυτή η ευκαιρία. Μετά από πολλά χρόνια, επιτέλους, ένιωθε χρήσιμος. Αν και το ποσό ήταν μικρό εκείνος ένιωθε ο πιο πλούσιος άνθρωπος στο κόσμο.

Κάθε βράδυ που πήγαινε στο πόστο του ονειρεύοταν τι θα ήθελε να κάνει τα χρήματα που θα μάζευε. Αρχικά είχε αποφασίσει να αγοράσει έναν υπνόσακο στον μπάρμπα Θωμά και να κουρευτεί. Τα μαλλιά του έφταναν μέχρι τους ώμους του, δεν άντεχε άλλο τις ατίθασες μπούκλες του και τα μούσια του που πλέον είχαν αρχίσει να ασπρίζουν και τον ενοχλούσαν αρκετά. Μια περαστική κοπέλα που του είχε δώσει ένα σουβλάκι μερικά βράδια πριν τον είχε αποκαλέσει ναυαγό. Χασκογέλασε στην θύμιση αυτή. Πως να έμοιαζε άραγε στους ξένους; Ένας βρωμιάρης; Ίσως σαν ναυαγός όπως τον είχε αποκαλέσει η κοπέλα; Μάλλον κανείς δεν τον παρατηρούσε τόσο ώστε να βγάλει συμπέρασμα, για τον περισσότερο κόσμο ήταν αόρατος.

Αναστέναξε και σηκώθηκε όρθιος. Ξημέρωνε Δευτέρα και τα μεγάλα φώτα των καταστημάτων τον έκαναν να νιώθει μόνος. Οι λίγοι περαστικοί του έριχναν ένα γρήγορο βλέμμα και συνέχιζαν τον δρόμο τους. Δυο αστυνομικοί μερικές φορές του κρατούσαν παρέα για λίγο συζητώντας μαζί του για όλα τα επίκαιρα θέματα. Απόψε, όμως, δεν είχε φανεί κανένας και οι δαίμονες του τον τσιγκλούσαν. Είχε μπει ήδη στη τέταρτη δεκαετία της ζωής του και αναρωτιόταν πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν είχε κάνει άλλες επιλογές. Αν είχε ζητήσει σε γάμο την Χριστίνα δεν θα τον είχε εγκαταλείψει. Αν είχε ακούσει τον πατέρα του και είχε δεχτεί την θέση στο δημόσιο θα δούλευε ακόμα. Αν δεν παρατούσε το πανεπιστήμιο για να φροντίσει την καρκινοπαθή μητέρα του ίσως είχε μια δουλειά. Αν δεν ήταν τόσο ανασφαλής και ξεροκέφαλος ταυτόχρονα ίσως, ίσως να ήταν ένας ενεργός πολίτης τώρα με οικογένεια και μια αξιοπρεπή δουλειά.

Οι σκέψεις τον είχαν καταπιεί τόσο που δεν είχε συνειδητοποιήσει πως πέρασαν τόσες ώρες. Το ρολόι στην απέναντι βιτρίνα έγραφε 8:08. Ένα βράδυ ακόμα είχε περάσει ήρεμα. Δώδεκα ευρώ πιο πλούσιος, ψιθύρισε αρπάζοντας αμέσως το μικρό σακίδιο του για να ξεκινήσει προς τη καβάτζα του. Μέχρι να φτάσει ο ουρανός είχε αποκτήσει ένα πανέμορφο μπλε χρώμα με ελάχιστα μικρά σύννεφα, πολλά περιστέρια που είχαν ξυπνήσει πετούσαν απο την μια πλευρά στην άλλη σαν τρελά, μερικά γελάκια από νέους ξενύχτηδες και οι πρωινοί εργαζόμενοι που πήγαιναν να ανοίξουν τα μαγαζιά σηματοδοτούσαν τη νέα μέρα που ξεκινούσε. Όλα αυτά θα τον έκαναν να νιώθει όμορφα αλλά οι προηγούμενες σκέψεις του δεν είχαν περάσει. Είχε κουραστεί να νιώθει έτσι. Αυτά τα συναισθήματα τον αποσυγκέντρωναν. Είχε υποσχεθεί να είναι θετικός, κάτι πήγαινε καλύτερα στη ζωή του, δεν θα άφηνε το παρελθόν να τον τραβήξει πίσω.

Το ροχαλητό του μπάρμπα Θωμά ακουγόταν από την γωνία, κάνοντας τον να γελάσει και να αφήσει ολοκληρωτικά τις σκέψεις του στο πίσω μέρος του μυαλού του. Τον πλησίασε και τον σκέπασε μέχρι το κεφάλι για να μη κρυώσει. Πάνω στις δικές του κουβέρτες υπήρχε μια σακούλα με σάντουιτς και νερό. Κάθε πρωί έβρισκε μια τέτοια σακούλα. Κάθε πρωί ένιωθε ευλογημένος που υπάρχουν τρεις άνθρωποι που τον σκέφτονται, ο μπάρμπα Θωμάς, το παρεάκι του, ο Σωτήρης με το μαγαζί και εκείνη η κοπέλα που πήγαινε κρυφά και του άφηνε τη σακούλα. Δεν είχε προλάβει ποτέ να την ευχαριστήσει αλλά την συμπεριλάβανε στην προσευχή του πριν κοιμηθεί.

"Αύριο θα πάω για κούρεμα" είπε με λίγο πιο δυνατή φωνή προς τον μπάρμπα Θωμά και ας μη τον άκουγε στη πραγματικότητα.
Τακτοποίησε τα πράγματα του και ξάπλωσε στο χάρτινο κρεβάτι του. Οι κουβέρτες τον ζέσταναν σχεδόν αμέσως και δεν άργησε να αποκοιμηθεί καθώς η υπόλοιπη πόλη ξυπνούσε.

Η ιστορία του Γιώργου - Κεφάλαιο 1

Καθώς το βράδυ κόντευε να δώσει την θέση του στο πρωί, οι δρόμοι της Αθήνας ήταν ήσυχοι και σχεδόν άδειοι ακόμα και από αυτοκίνητα. Μόνο τα λαμπερά φώτα των στολιδιών και οι σηματοδότες έδειχναν κάποια ένδειξη ζωής από την πολυσύχνατη πόλη. Ο Γιώργος καθόταν σιωπηλός τυλιγμένος στην κουβέρτα του και έπαιζε με το χνώτο του. Είχε καταφέρει να βγάλει 5.5 ευρώ σήμερα από τους περαστικούς και είχε αγοράσει έναν ζεστό σκούφο σε προσφορά. Ένιωθε ευλογημένος που μια οικογένεια είχε σταματήσει, ανάμεσα στα γιορτινά ψώνια της και του είχε δώσει 4 ευρώ ακόμα. Πόσο τον χρειαζόταν αυτόν τον σκούφο. Η προηγούμενη νύχτα τον είχε βρει παγωμένο να τουρτουρίζει κάτω από την τρύπια κουβέρτα του και το χαρτόνι δεν βοηθούσε πολύ. Αναστέναξε με ένα μικρό χαμογελάκι στα χείλη του "την περάσαμε και αυτή την νύχτα. Ευχαριστώ θεε μου!" ψιθύρισε. 

https://www.protothema.gr/afieromata/hristougenna-2018/article/844435/fotografies-to-kedro-tis-athinas-forese-ta-giortina-tou/
Πηγή εικόνας: https://www.protothema.gr/afieromata/hristougenna-2018/article/844435/fotografies-to-kedro-tis-athinas-forese-ta-giortina-tou/

Ανασηκώθηκε λίγο περισσότερο ώστε να δει απέναντι. Καμιά κίνηση. Ο μπάρμπα Θωμάς, ο γείτονας του, άστεγος και εκείνος εδώ και 10 χρόνια, είχε πια μεγαλώσει πολύ και πάντα του έριχνε μια ματιά να δει αν είναι καλά. "Ψιτ, μπάρμπα.." Καμιά ανταπόκριση. "Ρε Θωμά!" Φώναξε ο Γιώργος αυτή την φορά.
Η κουβέρτα ανασηκώθηκε και εμφανίστηκε ένα ζαρωμένο τριχωτό πρόσωπο. "Τι θες μωρέ και με ξυπνάς;" αναφώνησε δυσαρεστημένος ο μπάρμπα Θωμάς. Ένα χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του Γιώργου. Ήταν καλά. Αυτό μετρούσε. "Τίποτα. Κοιμήσου!" απάντησε γρήγορα ο Γιώργος και ξάπλωσε. Έμεναν 3 ώρες μέχρι η πόλη να ξυπνήσει. Με ένα μουγκριτό ο μπάρμπα Θωμάς κουκουλώθηκε ολόκληρος πάλι και άρχισε σύντομα να ροχαλίζει.
Ο Γιώργος χάζευε τα στολίδια που φώτιζαν πάνω από το κεφάλι του και έκανε μόνο μια ευχή καθώς ξημέρωνε παραμονή Χριστουγέννων. Ευχή πως ένα αύριο θα τους περιμένει. Ένα καλύτερο αύριο και ίσως με μια κουβέρτα ακόμα. Έκλεισε τα μάτια του και δεν άργησε να κοιμηθεί, με το χαμόγελο ακόμα στα χείλη του.

Εκείνο που θεωρούμε δεδομένο


Θεωρούμε το σπίτι μας δεδομένο.
Θεωρούμε το αυτοκίνητο μας δεδομένο.
Θεωρούμε το φαγητό μας δεδομένο.
Θεωρούμε την δουλειά μας δεδομένη.
Θεωρούμε την οικογένεια μας δεδομένη.
Θεωρούμε την ίδια την ζωή δεδομένη.
Και δεν συνειδητοποιούμε πόσο τυχεροί και ευλογημένοι είμαστε που τα έχουμε.
Υπάρχουν άνθρωποι που η ζωή τους τα στέρησε όλα..άλλους γρήγορα, σε άλλους αργά.
Ο δρόμος έγινε η μόνη λύση επιβίωσης.
Επιβίωσης..λέμε τώρα.
Οι άνθρωποι αυτοί από την δεδομένη τους ζωή, βρέθηκαν στο αβέβαιο.
Πως επιβιώνεις στο αβέβαιο;
Καλύτερα να δείτε μόνοι σας. Να βγείτε στους δρόμους της Αθήνας, του Πειραιά, της Θεσ/νικης και άλλων πόλεων, να δείτε πως αυτοί οι άνθρωποι δεν βρέθηκαν όλοι από επιλογή εκεί, αλλά έγινε επιλογή ο δρόμος. Έγινε επιλογή η αβεβαιότητα για να μπορέσουν να αναπνεύσουν μια μέρα ακόμα.
Και κάποιοι, στάθηκαν τυχεροί, ένας άνθρωπος πέρασε και τους έδωσε ένα χέρι με αποτέλεσμα να τους ανασύρει πίσω από την απελπισία των ουσιών, της κλεψιάς, του κρύου, της πείνας..και με πίστη όντως κάποιοι σηκώθηκαν από την σκοτεινή γωνία τους και έγιναν άνθρωποι με αξίες, με εμπειρίες και δύναμη, σαν μια δοκιμασία που πέρασε..και η επιλογές αυξήθηκαν, και το να να ζεις στον δρόμο δεν ήταν πια επιλογή. Το αβέβαιο δεν γίνεται δεδομένο, τώρα έγινε ζωή. Ζουν την κάθε στιγμή και ορκίζονται στον εαυτό τους πως αφού ένας άνθρωπος τους πίστεψε και τους βοήθησε θα κάνουν και εκείνοι το ίδιο γιατί βλέπεις πως είναι η μόνη λύση και αν το κάνεις και εσύ, θα το κάνει και ο άλλος άνθρωπος που θα βοηθήσεις.
Το δεδομένο μας, δεν είναι δεδομένο μας ποτέ, δεν μας ανήκει τίποτα στην διάρκεια του χρόνου μας εδώ..αλλά η επιλογή να βοηθήσουμε, αυτή δεν μπορεί κανείς να μας την στερήσει!


Γράφει η Παναγιώτα Θεολογίτου

Βοηθώντας τους άστεγους στην Αθήνα 2019

https://www.facebook.com/events/967512350270572/

Μεγάλη η ανταπόκριση του κόσμου και μεγαλύτερη η κάλυψη των ανθρώπων που είχαν ανάγκη σε διάφορα σημεία της Αθήνας! Περπατήσαμε στα δρομάκια και τους κεντρικούς δρόμους και όλοι μαζί προσφέραμε ο καθένας από τα λίγα του! Απίστευτο πόσοι άνθρωποι ανταποκρίθηκαν και έφεραν πράγματα αλλά και τα μοίρασαν οι ίδιοι στους άστεγους συμπολίτες μας! Γέμισε η καρδιά μας με συναισθήματα χαράς, καλοσύνης και αγάπης! Σας ευχαριστούμε για άλλη μια χρονιά που δώσατε ένα γερό μήνυμα αλληλεγγύης και προσφοράς! Καλή χρονιά σε όλους!


 


96η δράση δρόμου να μοιράσουμε φαγητό

https://www.facebook.com/events/314795472551148/
Μαγειρεμένο φαγητό (129)
40 από Ευαγγελία Σεβασλίδη
12 από Maria Papadopoulou
34 από Τέτη Μανωλεδάκη και κέντρο προσχολικής αγωγής "Ήλιος"
10 από Vicky Dimitrakopoulou
33 από Ioanna Dimitropoulou Chatzicharalampous
Ψωμί (Καλύφθηκε)
Από Ιωάννου Αρτοποιείο
Γλυκά (Καλύφθηκαν)
90 από Matina Kotsi
6 από προηγούμενες δράσεις
Φρούτα (καλύφθηκαν)
50 από Giorgos Prekas
40 από Maria Morou
Από Maria Papadopoulou
Νερά (Καλύφθηκαν)
48 από προηγούμενες δράσεις
60 από Κέντρο προσχολικής αγωγής ''ήλιος''(από το Γεύμα αγάπης)
Χυμοί (Καλύφθηκαν)
96 από Τέτη Μανωλεδάκη και κέντρο προσχολικής αγωγής "Ήλιος"
Πιρούνια (Καλύφθηκαν)
62 από Φάρος Ελπίδας του Δήμου Μοσχάτου-Ταύρου
34 από Τέτη Μανωλεδάκη
Σακούλες (Καλύφθηκαν)
Από Βοήθησε Τον Πλησίον Σου